- Ἀργείαι
- Ἀργεί̱ᾱͅ , Ἀργεῖοςoffem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀργεῖαι — Ἀργεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεῖαι — ἀργέω to be unemployed pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek
Ἀργεῖ' — Ἀργεῖα , Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl Ἀργεῖε , Ἀργεῖος of masc voc sg Ἀργεῖαι , Ἀργεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργεῖ' — ἀργεῖο , ἀργέω to be unemployed pres opt mp 2nd sg (epic ionic) ἀργεῖαι , ἀργέω to be unemployed pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)